επωμιδόδεσμος

επωμιδόδεσμος
ο
χρυσοκέντητο ύφασμα ραμμένο στη στολή τών αξιωματικών τού ναυτικού για στερέωση τών επωμίδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”